-
1 ελπίδα
[-ίς (-ίδος)] η1) надежда; ожидания, чаяния;διαψεύδω (δικαιώνω) τίς ελπίδες — обманывать (оправдывать) надежды;
τρέφω την ελπίδα — питать надежду;
στηρίζω (την) ελπίδα στο... — возлагать надежду на...;
με την ελπίδα πώς... — в надёждег что...;
δεν έχω ούτε την ελάχιστη ελπίδα — не иметь ни малейшей надежды;
2) шанс;δεν έχει καθόλου ελπίδες — у него нет никаких шансов;
§ παρ' ελπίδα — вопреки всем ожиданиям, паче чаяния
-
2 προσδοκία
η ожидание, надежда;δικαιώνω τίς προσδοκίες — оправдывать надежды;
παρά πασαν προσδοκίαν — сверх всякого ожидания; — паче чаяния (уст.)
См. также в других словарях:
δικαιώνω — και δικιώνω (AM δικαιῶ, όω Μ και δικαιώνω) [δίκαιος] 1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο 2. δικαιολογώ, υπερασπίζω 3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω 4. απαλλάσσω από κατηγορία 5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες… … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… … Dictionary of Greek