Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δικαιώνω τίς

См. также в других словарях:

  • δικαιώνω — και δικιώνω (AM δικαιῶ, όω Μ και δικαιώνω) [δίκαιος] 1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο 2. δικαιολογώ, υπερασπίζω 3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω 4. απαλλάσσω από κατηγορία 5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»